- κοντράτο
- το(λ. ιταλ.), συμφωνητικό, σύμβαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντράτο — το (Μ κοντράτο) συμβόλαιο, συμφωνητικό, σύμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. contrato] … Dictionary of Greek